- αδίχαστος
- ος , ον1) неразъединённый; нераздвоенный; не разделённый надвое; 2) неразъединимый; неделимый надвое
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδίχαστος — η, ο (Α ἀδίχαστος, ον) [διχάζω] αυτός που δεν μπορεί να διχαστεί, να διαιρεθεί στα δύο νεοελλ. αυτός που δεν διχάστηκε, αδιχοτόμητος, ατεμάχιστος, ακέραιος … Dictionary of Greek
αδίχαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε διαιρέθηκε, δε διχοτομήθηκε: Αγωνιζόταν να μείνει η πατρίδα του αδίχαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδίχαστον — ἀδίχαστος not to be cut in two masc/fem acc sg ἀδίχαστος not to be cut in two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίχαστα — ἀδίχαστος not to be cut in two neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιχοτόμητος — η, ο επίρρ. α αδίχαστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)